Αλκιβιάδου 185, Πειραιάς

 

 

  210 45 36 144

 

Ακολουθήστε Μας

No products in the cart.

No products in the cart.

No products in the cart.

Γάλα: είναι τελικά ωφέλιμο;

3min reading time

Μεγαλώσαμε πιστεύοντας ότι πρέπει να πίνουμε γάλα για να πάρουμε ασβέστιο και να έχουμε γερά κόκαλα κι όσο κι αν πολλά παιδιά το απεχθάνονταν, πιέζονταν να το πίνουν καθημερινά. Με όλο και περισσότερους ανθρώπους, όμως, να στρέφονται στη χορτοφαγία και τον vegan τρόπο διατροφής, τα γαλακτοκομικά φαίνεται ότι περισσεύουν ως πηγές ασβεστίου, ενώ δεν είναι λίγες οι έρευνες που μελετώ κι εγώ ως κλινικός διαιτολόγος-διατροφολόγος, σύμφωνα με τις οποίες τα οφέλη τους δεν είναι αυτά που νομίζαμε, ενώ μπορεί να κρύβουν και πιθανούς κινδύνους. Κι επειδή αντιμετωπίζω συχνά το φαινόμενο «το παιδί μου δεν πίνει γάλα, τι να κάνω;», νιώθω πως ήρθε η ώρα να εξετάσουμε μερικά πράγματα όσον αφορά το κεφάλαιο «γάλα και τα γαλακτοκομικά».

Τι συμβαίνει με το ασβέστιο;
Το ασβέστιο είναι πράγματι ένα πολύ σημαντικό μέταλλο για την υγεία και την αντοχή των οστών, με τον οργανισμό μας να παίρνει συνεχώς μικρές ποσότητες ασβεστίου από τα οστά και να τις αντικαθιστά με νέο ασβέστιο. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να το λαμβάνουμε καθημερινά, έτσι ώστε να μην μειωθεί η οστική μας πυκνότητα μέσω της παραπάνω διαδικασίας και το ασβέστιο να αναπληρώνεται. Σύμφωνα, όμως, με έρευνα του 2005 που έχει δημοσιευτεί στο Pediatrics, η κατανάλωση γάλακτος δεν βελτιώνει την υγεία των οστών στα παιδιά, ενώ σύμφωνα με πιο πρόσφατη μελέτη όπου οι ερευνητές παρακολούθησαν τη διατροφή, τη φυσική δραστηριότητα και τα περιστατικά καταγμάτων σε έφηβες κοπέλες για 7 χρόνια, φαίνεται ότι η κατανάλωση γαλακτοκομικών δεν απέτρεψε τα κατάγματα στις ηλικίες αυτές. Ανάλογα ήταν τα αποτελέσματα και στην έρευνα Harvard Nurses’ Health Study πάνω σε 72 χιλιάδες γυναίκες για 18 χρόνια.

Για τη μείωση του κινδύνου της οστεοπόρωσης, μπορείτε να μειώσετε την κατανάλωση αλατιού και να αυξήσετε τα φρούτα και τα λαχανικά στη διατροφή σας, εξασφαλίζοντας ότι λαμβάνετε αρκετό ασβέστιο από λαχανικά όπως λαχανίδα, μπρόκολο και άλλα πράσινα φυλλώδη λαχανικά. Άλλη μια λύση είναι οι ενισχυμένες με ασβέστιο τροφές, όπως δημητριακά ή χυμοί. Μπορείτε, μάλιστα, να λαμβάνετε 600mg ασβεστίου από τις παραπάνω πηγές, καθώς σύμφωνα με έρευνες δεν έχει αποδειχτεί ότι η παραπάνω κατανάλωση αυξάνει την υγεία των οστών.

Η άσκηση είναι επίσης ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους να αυξήσετε την πυκνότητα των οστών σας και να μειώσετε τον κίνδυνο οστεοπόρωσης, σύμφωνα με μελέτες τόσο σε ενήλικες όσο και σε παιδιά, ενώ και η βιταμίνη D είναι σημαντική. Χωρίς αυτήν, απορροφάται μόλις το 10-15% του ασβεστίου και για να τη λάβετε, αρκεί να εκτίθεστε καθημερινά για 15 λεπτά στον ήλιο (πρόσωπο, χέρια, πόδια, στέρνο).

Το γάλα σε βρέφη και παιδιά
Οι πρωτεΐνες, τα σάκχαρα και τα λιπαρά των γαλακτοκομικών αυξάνουν τους κινδύνους υγείας σε παιδιά και φαίνεται να ενθαρρύνουν την εμφάνιση παχυσαρκίας, διαβήτη και καρδιακών παθήσεων. Παρ’ όλο που το γάλα με χαμηλά λιπαρά συχνά συστήνεται για μείωση του κινδύνου παχυσαρκίας, μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Archives of Disease in Childhood έδειξε ότι τα παιδιά που έπιναν 1% λιπαρά ή αποβουτυρωμένο γάλα δεν είχαν μικρότερη πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας σε σχέση με αυτά που έπιναν πλήρες γάλα, όπως επίσης και ότι η αύξηση των γαλακτοκομικών δεν συμβάλλει στη μείωση του βάρους και του λίπους μακροπρόθεσμα, όπως υποστηριζόταν. Όσον αφορά τα βρέφη, η κατανάλωση αγελαδινού γάλακτος δεν συστήνεται, με την Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής να συστήνει τα βρέφη κάτω του έτους να μην πίνουν πλήρες αγελαδινό γάλα, καθώς είναι χαμηλής περιεκτικότητας σε σίδηρο, σε σχέση με το μητρικό γάλα. Συν τοις άλλοις, το αγελαδινό γάλα ευθύνεται και για τους κολικούς που παθαίνει μεγάλο ποσοστό μωρών, τα οποία μπορεί να θηλάζουν, ενώ η μητέρα καταναλώνει αγελαδινό γάλα. Τα αντισώματα της αγελάδας περνούν στην κυκλοφορία του αίματος της θηλάζουσας και από εκεί στο μητρικό γάλα, το οποίο λαμβάνει το μωρό. Τέλος, οι τροφικές αλλεργίες σχετίζονται κατά πολύ με την κατανάλωση γάλακτος, ειδικά στα παιδιά, ενώ συνδέεται και με χρόνια δυσκοιλιότητα στις μικρές ηλικίες.

Γάλα και νεανικός διαβήτης
Ο διαβήτης τύπου 1, που παλιότερα αποκαλούνταν ινσουλινοεξαρτώμενος ή νεανικός, φαίνεται πως συνδέεται με την κατανάλωση γάλακτος στη βρεφική/νηπιακή ηλικία. Σύμφωνα με φιλανδική μελέτη σε 3 χιλιάδες βρέφη με γενετικά αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, η πρώιμη κατανάλωση αγελαδινού γάλακτος αύξησε την πιθανότητας εμφάνισης διαβήτη. Η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής, μάλιστα, παρατήρησε μείωση μέχρι και 30% της εμφάνισης διαβήτη τύπου 1 σε βρέφη που απέφυγαν την κατανάλωση αγελαδινού γάλακτος στα πρώιμα στάδια της ζωής τους.

Γαλακτοκομικά, λιπαρά και καρδιαγγειακές παθήσεις
Όλα τα γαλακτοκομικά, συμπεριλαμβανομένου του τυριού, του γιαουρτιού και του βουτύρου, προσθέτουν μεγάλες ποσότητες χοληστερόλης και κορεσμένου λίπους στη διατροφή μας. Μια διατροφή, όμως, με υψηλή κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και να προκαλέσει άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας. Καλύτερα, λοιπόν, να επιλέγετε μια διατροφή με χαμηλά λιπαρά και τροφές φυτικές προέλευσης, που απομακρύνεται από τα γαλακτοκομικά. Σε συνδυασμό με την άσκηση, τη διακοπή του καπνίσματος και τον έλεγχο του στρες, μπορείτε όχι μόνο να προλάβετε τις καρδιαγγειακές παθήσεις, αλλά και να τις αντιστρέψετε.

Γαλακτοκομικά και καρκίνος
Η κατανάλωση αυτής της κατηγορίας τροφίμων έχει συνδεθεί, σύμφωνα με έρευνες, με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαφόρων ειδών καρκίνου, ιδιαιτέρως όσων έχουν να κάνουν με το αναπαραγωγικό, όπως καρκίνο του προστάτη και του μαστού. Ο κίνδυνος εντοπίζεται στο ότι η κατανάλωσή τους μάλλον σχετίζεται με αύξηση του ινσουλινόμορφου αυξητικού παράγοντα IGF-1 που βρίσκεται στο αγελαδινό γάλα, ο οποίος αυξάνεται με την τακτική κατανάλωση γάλακτος και γαλακτοκομικών. Σύμφωνα με έρευνες, υπάρχει δυνατή διασύνδεση μεταξύ της αυξημένης συγκέντρωσης του παράγοντα αυτού στο αίμα και κίνδυνο για καρκίνο του προστάτη και συγκεκριμένα η Physicians Health Study που παρακολούθησε 21.660 συμμετέχοντες για 28 χρόνια έδειξε ότι ο κίνδυνος καρκίνου του προστάτη παρουσιαζόταν αυξημένος σε όσους κατανάλωναν περισσότερες από 2,5 μερίδες γαλακτοκομικών την ημέρα, σε σχέση με όσους κατανάλωναν λιγότερη από μισή μερίδα. Ο κίνδυνος, μάλιστα, αυξανόταν με την αυξημένη κατανάλωση γάλακτος με χαμηλά λιπαρά, κάτι που δείχνει ότι το πολύ ασβέστιο από γαλακτοκομικά κι όχι μόνο τα λιπαρά, ενοχοποιείται. Εκτός από τα αυξημένα επίπεδα του παράγοντα IGF-1, παράγοντες κινδύνου για καρκίνους του αναπαραγωγικού συστήματος θεωρούνται και οι μεταβολίτες οιστρογόνων, οι οποίοι μπορεί να επηρεάσουν τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων και να οδηγήσουν σε αύξηση του καρκίνου. Η κατανάλωση γαλακτοκομικών φαίνεται πως συμβάλλει στο 60-70% της πρόσληψης οιστρογόνων από τη διατροφή, ενώ η μελέτη Life After Cancer Epidemiology Study σε 1893 γυναίκες που είχαν διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού σε πρώιμο στάδιο, έδειξε ότι ακόμη και μισή μερίδα την ημέρα μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο. Ξεχωριστή μελέτη που πραγματοποιήθηκε στη Σουηδία, δείχνει επίσης τον συσχετισμό κατανάλωσης γαλακτοκομικών και καρκίνου των ωοθηκών, κάτι που μπορεί να προκαλείται από τη διάσπαση της λακτόζης σε γαλακτόζη, σάκχαρο που μπορεί να είναι τοξικό για τα κύτταρα των ωοθηκών. Παρόμοια μελέτη (Iowa Women’s Health Study) έδειξε ότι οι γυναίκες που κατανάλωναν 1 ποτήρι γάλα καθημερινά είχαν 73% μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου των ωοθηκών σε σχέση με τις γυναίκες που έπιναν λιγότερο από 1 ποτήρι την ημέρα.

Δυσανεξία στη λακτόζη
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι ένα πολύ κοινό θέμα που επηρεάζει μεγάλο ποσοστό ανθρώπων, με συμπτώματα που περιλαμβάνουν γαστρεντερική δυσφορία, διάρροια, φούσκωμα κ.ά. Όλα αυτά προκύπτουν από την έλλειψη του ενζύμου λακτάση, το οποίο διασπά τη λακτόζη, το βασικό σάκχαρο του γάλακτος που όταν περνά στην πέψη διασπάται σε γλυκόζη και γαλακτόζη. Όταν, λοιπόν, αυτό το ένζυμο λείπει, ο οργανισμός παρουσιάζει αδυναμία να μεταβολίσει τη λακτόζη, με αποτέλεσμα δυσάρεστα συμπτώματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η κατανάλωση γάλακτος αποφεύγεται, ανάλογα και με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων.

Μικροβιοκτόνα, αντιβιοτικά και ορμόνες
Το γάλα περιέχει από τη φύση του ορμόνες και αυξητικούς παράγοντες που υπάρχουν στον οργανισμό της αγελάδας. Πέραν αυτών, ανευρίσκονται και συνθετικές ορμόνες, όπως η γενετικά τροποποιημένη αυξητική ορμόνη βοοειδών (rBGH), οι οποίες χρησιμοποιούνται συχνά σε αγελάδες για αύξηση της παραγωγής γάλακτος. Καταναλώνοντας γάλα καθημερινά, οι ορμόνες αυτές περνούν και στον ανθρώπινο οργανισμό και μπορεί να επηρεάσουν τη φυσιολογική ορμονική λειτουργία. Ακόμη, στις αγελάδες χορηγούνται αντιβιοτικά, προκειμένου να αντιμετωπιστούν καταστάσεις όπως μαστίτιδα ή φλεγμονή που προκαλούνται από τον αφύσικα σκληρό τρόπο με τον οποίο δουλεύουν οι μαστοί ενός «γαλακτοπαραγωγού» ζώου, ίχνη των οποίων ανευρίσκονται σε δείγματα γάλακτος και γαλακτοκομικών. Πέραν αυτών, μικροβιοκτόνα, διοξίνες, πολυχλωριωμένες διφαινόλες (PCBs) είναι μερικές μόνο από τις τοξίνες που μπορεί να βρεθούν στο γάλα που καταναλώνουμε, οι οποίες δεν απομακρύνονται αμέσως από τον οργανισμό, με αποτέλεσμα σταδιακά να αυξάνονται σε επικίνδυνα επίπεδα, επηρεάζοντας το ανοσοποιητικό, το αναπαραγωγικό και το κεντρικό νευρικό σύστημα, ενώ σχετίζονται και με καρκίνο. Στα παραπάνω προσθέστε και τη μελαμίνη, που συχνά συναντάμε σε πλαστικά, η οποία επηρεάζει αρνητικά τα νεφρά και το ουροποιητικό, και άλλες καρκινογόνες τοξίνες, όπως τις αφλατοξίνες, που δεν καταστρέφονται κατά την παστερίωση και θα καταλάβετε ότι η κατανάλωση γαλακτοκομικών δεν είναι τόσο «αθώα» όσο πιστεύατε πάντα.

Call Now Button